Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμούσωτος
ἄμουχα
ἀμοχθεί
ἀμόχθητος
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπ
ἀμπαδίην
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαιστήρ
ἀμπαλίνορρος
ἄμπαλος
ἀμπανάμενος
ἄμπανσις
ἀμπάξαι
ἄμπαυμα
ἀμπεδίον
ἄμπειρα
ἀμπείρω
View word page
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαίνεθαι,
A). v. ἀναφαίνομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμπαίνεθαι
Headword (normalized):
ἀμπαίνεθαι
Headword (normalized/stripped):
αμπαινεθαι
IDX:
5464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμπαίνεθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναφαίνομαι.</span> </div> </div><br><br>'}