Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
κατάντλησις
καταντλητέον
καταντλητικός
View word page
καταντητέον
καταντ-ητέον,
A). one must have recourse, ἐπὶ φλεβοτομίαν Aët. 5.115 .


ShortDef

one must have recourse

Debugging

Headword:
καταντητέον
Headword (normalized):
καταντητέον
Headword (normalized/stripped):
καταντητεον
IDX:
54648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταντ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must have recourse</span>, <span class="quote greek">ἐπὶ φλεβοτομίαν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg005:115" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg005:115/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 5.115 </a> .</div> </div><br><br>'}