Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
καταντίον
καταντιπέρας
καταντλέω
κατάντλημα
View word page
κατάντην
κατάντ-ην, Adv.,
A). = κάταντα , Them. Or. 13.168b .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάντην
Headword (normalized):
κατάντην
Headword (normalized/stripped):
καταντην
IDX:
54645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάντ-ην</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάταντα</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:168b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:168b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 13.168b </a>.</div> </div><br><br>'}