Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
καταντικρύ
View word page
κατανοτίζω
κατανοτίζω,
A). bedew, κατὰ δὲ γόος ἅμα Χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον E. IT 833 (lyr.).


ShortDef

to bedew

Debugging

Headword:
κατανοτίζω
Headword (normalized):
κατανοτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανοτιζω
IDX:
54641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανοτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bedew</span>, <span class="quote greek">κατὰ δὲ γόος ἅμα Χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg013.perseus-grc1:833" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg013.perseus-grc1:833/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">IT</span> 833 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}