Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
καταντιβολέω
View word page
κατανοτιαῖος
κατανοτιαῖος, α, ον,
A). with south aspect, ἐξέδριον CIG 2554.124 (Cret., dub.).


ShortDef

with south aspect

Debugging

Headword:
κατανοτιαῖος
Headword (normalized):
κατανοτιαῖος
Headword (normalized/stripped):
κατανοτιαιος
IDX:
54640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανοτιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with south aspect</span>, <span class="quote greek">ἐξέδριον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 2554.124 </span> (Cret., dub.).</div> </div><br><br>'}