Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
καταντητέον
καταντία
View word page
κατανοσφίζομαι
κατανοσφίζομαι, Med.,
A). embezzle, τὰ δημόσια D.H. 4.11 .


ShortDef

embezzle

Debugging

Headword:
κατανοσφίζομαι
Headword (normalized):
κατανοσφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανοσφιζομαι
IDX:
54639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανοσφίζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">embezzle</span>, <span class="quote greek">τὰ δημόσια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4.11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 4.11 </a> .</div> </div><br><br>'}