Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
κατάντης
κατάντησις
View word page
κατανομοθετέω
κατανομοθετέω,
A). legislate, Pl. Lg. 861c .


ShortDef

legislate

Debugging

Headword:
κατανομοθετέω
Headword (normalized):
κατανομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
κατανομοθετεω
IDX:
54637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανομοθετέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">legislate</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:861c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:861c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 861c </a>.</div> </div><br><br>'}