Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντημα
κατάντην
View word page
κατανομίζω
κατανομ-ίζω,
A). recognize, PGrenf. 1.11 ii 2 (ii B.C.).


ShortDef

recognize

Debugging

Headword:
κατανομίζω
Headword (normalized):
κατανομίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανομιζω
IDX:
54635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανομ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recognize,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PGrenf.</span> 1.11 </span> <span class="bibl"> ii 2 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}