Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοσφίζομαι
κατανοτιαῖος
κατανοτίζω
View word page
κατανοητικός
κατανο-ητικός, , όν,
A). observant, intelligent, Poll. 9.151 .


ShortDef

observant, intelligent

Debugging

Headword:
κατανοητικός
Headword (normalized):
κατανοητικός
Headword (normalized/stripped):
κατανοητικος
IDX:
54631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανο-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">observant, intelligent</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:151" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.151/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.151 </a>.</div> </div><br><br>'}