Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
κατάνομαι
κατανομή
κατανομίζω
κατανομιστεύω
View word page
κατανίφω
κατανίφω
, late spelling of
κατανείφω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατανίφω
Headword (normalized):
κατανίφω
Headword (normalized/stripped):
κατανιφω
IDX:
54626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54627
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανίφω</span>, late spelling of <span class="foreign greek">κατανείφω</span> (q.v.).</div><br><br>'}