Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
κατανοητικός
κατανοίγνυμι
View word page
κατάνιμμα
κατάνιμμα, ατος, τό,
A). water for washing in, Ath. 1.19a (pl.).


ShortDef

water for washing in

Debugging

Headword:
κατάνιμμα
Headword (normalized):
κατάνιμμα
Headword (normalized/stripped):
κατανιμμα
IDX:
54622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάνιμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">water for washing in</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:1:19a" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:1.19a/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 1.19a </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}