Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατανοητέον
View word page
κατανικάνδρα
κατανῑκάνδρα, ,
A). she that subdues men, epith. of Ἄρκτος, PMag.Lond. 121.762 .


ShortDef

she that subdues men

Debugging

Headword:
κατανικάνδρα
Headword (normalized):
κατανικάνδρα
Headword (normalized/stripped):
κατανικανδρα
IDX:
54620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανῑκάνδρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">she that subdues men</span>, epith. of <span class="foreign greek">Ἄρκτος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 121.762 </span>.</div> </div><br><br>'}