Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
κατανόημα
View word page
κατανιάω
κατ-ᾰνιάω, strengthd. for ἀνιάω, Hsch.
A). s.v. κατήφησας :—also κατανιάζω, Id. s.v. κατηφήσας ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανιάω
Headword (normalized):
κατανιάω
Headword (normalized/stripped):
κατανιαω
IDX:
54618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰνιάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀνιάω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">κατήφησας</span> :—also <span class="orth greek">κατανιάζω</span>, Id. s.v. <span class="ref greek">κατηφήσας</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}