Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
κατανοέω
View word page
κατανθρωπισμός
κατανθρωπ-ισμός, ,
A). hospitality, entertainment, τινος POxy. 736.11 , al. (i A.D.).


ShortDef

hospitality, entertainment

Debugging

Headword:
κατανθρωπισμός
Headword (normalized):
κατανθρωπισμός
Headword (normalized/stripped):
κατανθρωπισμος
IDX:
54617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54618
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανθρωπ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hospitality, entertainment</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 736.11 </span>, al. (i A.D.).</div> </div><br><br>'}