Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανίφω
View word page
κατανθρωπίζω
κατανθρωπ-ίζω,
A). treat in a friendly manner, BGU 1141.5 (i A.D.).


ShortDef

treat in a friendly manner

Debugging

Headword:
κατανθρωπίζω
Headword (normalized):
κατανθρωπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρωπιζω
IDX:
54616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54617
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανθρωπ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">treat in a friendly manner</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1141.5 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}