Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανέναι
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
κατανικάω
κατάνιμμα
κατανίπτης
κατανίσσομαι
View word page
κατανθρακίζω
κατανθρᾰκ-ίζω, = sq.: metaph., of love, AP 12.99 .


ShortDef

to burn to cinders

Debugging

Headword:
κατανθρακίζω
Headword (normalized):
κατανθρακίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανθρακιζω
IDX:
54614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανθρᾰκ-ίζω</span>, = sq.: metaph., of love, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 12.99 </span>.</div><br><br>'}