κατανθίζομαι
κατ-ανθίζομαι, Pass.,
A). to be decked with bright colours, Χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένος ; 18.26 πέδιλον κατήνθιστο Χρυσῷ Stat. 7 ; οἰκία πολυτελέσι λίθοις κατηνθισμένη in CA 17p.458M. ( Act. perh. to be read in .) 2.789c