Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανεκρόω
κατανέμησις
κατάνεμος
κατανέμω
κατανέναι
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
κατανθρακόω
κατανθρωπίζω
κατανθρωπισμός
κατανιάω
κατανίζω
κατανικάνδρα
View word page
κατανέω2
κατανέω (B),
A). spin out, in pf. Pass., Hsch. s.v. λίνοιο .


ShortDef

to heap up
spin out

Debugging

Headword:
κατανέω2
Headword (normalized):
κατανέω
Headword (normalized/stripped):
κατανεω2
IDX:
54610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανέω</span> (B), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spin out</span>, in pf. Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λίνοιο</span> .</div> </div><br><br>'}