Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατάνεμος
κατανέμω
κατανέναι
κατάνευρος
κατάνευσις
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω1
κατανέω2
κατάνη
κατανήχομαι
κατανθίζομαι
κατανθρακίζω
View word page
κατανέναι
κατανέναι· κατανεῦσαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανέναι
Headword (normalized):
κατανέναι
Headword (normalized/stripped):
κατανεναι
IDX:
54604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανέναι·</span> <span class="foreign greek">κατανεῦσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}