Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατάνεμος
κατανέμω
κατανέναι
κατάνευρος
κατάνευσις
View word page
κατανδρίζομαι
κατ-ανδρίζομαι
,
A).
fight manfully against
, expld. by
καταπαλαῖσαι
,
Hsch.
ShortDef
fight manfully against
Debugging
Headword:
κατανδρίζομαι
Headword (normalized):
κατανδρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανδριζομαι
IDX:
54596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54597
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ανδρίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight manfully against</span>, expld. by <span class="foreign greek">καταπαλαῖσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}