Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
κατανεκρόω
κατανέμησις
κατάνεμος
κατανέμω
κατανέναι
κατάνευρος
View word page
κατανδραφύσσω
κατ-ανδρᾰφύσσω,
A). slay, in aor. κατηνδράφυξα, Hsch.


ShortDef

slay

Debugging

Headword:
κατανδραφύσσω
Headword (normalized):
κατανδραφύσσω
Headword (normalized/stripped):
κατανδραφυσσω
IDX:
54595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54596
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ανδρᾰφύσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slay</span>, in aor. <span class="foreign greek">κατηνδράφυξα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}