Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
κατανδρίζομαι
κατανδρίζω
κατανεανιεύομαι
κατανείφω
View word page
κατανάλωσις
κατανᾱ/λ-ωσις, εως, ,
A). waste, consumption, Plu. 2.678f .


ShortDef

waste, consumption

Debugging

Headword:
κατανάλωσις
Headword (normalized):
κατανάλωσις
Headword (normalized/stripped):
καταναλωσις
IDX:
54589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανᾱ/λ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">waste, consumption</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.678f </span>.</div> </div><br><br>'}