Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανδραποδίζω
κατανδραφύσσω
View word page
καταναιδεύομαι
κατ-αναιδεύομαι,
A). behave impudently to, τινος Eust. 69.22 .


ShortDef

behave impudently to

Debugging

Headword:
καταναιδεύομαι
Headword (normalized):
καταναιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταναιδευομαι
IDX:
54585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αναιδεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">behave impudently to</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:69:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:69.22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 69.22 </a>.</div> </div><br><br>'}