Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
κατανάσσω
καταναυμαχέω
View word page
καταναγραφέω
κατανα-γρᾰφέω,
A). ordain duly, καθά κα ἁ βουλὰ καταναγραφήσῃ IG 14.256.29 (Phintias).


ShortDef

ordain duly

Debugging

Headword:
καταναγραφέω
Headword (normalized):
καταναγραφέω
Headword (normalized/stripped):
καταναγραφεω
IDX:
54583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανα-γρᾰφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ordain duly</span>, <span class="quote greek">καθά κα ἁ βουλὰ καταναγραφήσῃ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.256.29 </span> (Phintias).</div> </div><br><br>'}