Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
κατανάλωσις
καταναλωτέον
καταναρκάομαι
View word page
καταναγκαστικός
κατᾰναγκ-αστικός, , όν,
A). conclusive, cogent, λόγος EM 239.43 .


ShortDef

conclusive, cogent

Debugging

Headword:
καταναγκαστικός
Headword (normalized):
καταναγκαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταναγκαστικος
IDX:
54581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατᾰναγκ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conclusive, cogent</span>, <span class="quote greek">λόγος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:239:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:239.43/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 239.43 </a> .</div> </div><br><br>'}