Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁμός
ἀμος
ἀμόσχευτος
ἄμοτον
ἁμοῦ
ἀμουργός
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμούσωτος
ἄμουχα
ἀμοχθεί
ἀμόχθητος
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπ
ἀμπαδίην
ἀμπαίνεθαι
ἀμπαιστήρ
ἀμπαλίνορρος
ἄμπαλος
View word page
ἄμουχα
ἄμουχα· καθαρεύουσα ( Lacon.), Hsch.; cf. ἀμυσχρός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄμουχα
Headword (normalized):
ἄμουχα
Headword (normalized/stripped):
αμουχα
IDX:
5457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄμουχα·</span> <span class="foreign greek">καθαρεύουσα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀμυσχρός.</span> </div><br><br>'}