Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
καταναλίσκω
View word page
καταναγιγνώσκω
καταναγιγνώσκω,
A). read through, πᾶσαν τὴν ἱστορίαν Ath. 13.610d .


ShortDef

read through

Debugging

Headword:
καταναγιγνώσκω
Headword (normalized):
καταναγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
καταναγιγνωσκω
IDX:
54578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54579
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταναγιγνώσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">read through</span>, <span class="quote greek">πᾶσαν τὴν ἱστορίαν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:13:610d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:13.610d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 13.610d </a> .</div> </div><br><br>'}