Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
καταναίω
View word page
κατανᾶ
κατανᾶ· κατὰ νοῦν, Hsch.; cf. ἐγκατάνα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανᾶ
Headword (normalized):
κατανᾶ
Headword (normalized/stripped):
κατανα
IDX:
54577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατανᾶ·</span> <span class="foreign greek">κατὰ νοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἐγκατάνα</span>.</div><br><br>'}