Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
καταναισιμόω
View word page
καταμώσας
καταμώσας· καθεὶς ἕνεκα τοῦ ζητῆσαι, κτλ., dub. l. in Gal. 19.109 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμώσας
Headword (normalized):
καταμώσας
Headword (normalized/stripped):
καταμωσας
IDX:
54576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμώσας·</span> <span class="foreign greek">καθεὶς ἕνεκα τοῦ ζητῆσαι, κτλ</span>., dub. l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.109 </span>.</div><br><br>'}