Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
καταναιδεύομαι
View word page
καταμωραίνω
καταμωραίνω,
A). waste through folly, τὰ πατρῷα Antiph. 239 .


ShortDef

waste through folly

Debugging

Headword:
καταμωραίνω
Headword (normalized):
καταμωραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμωραινω
IDX:
54575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54576
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμωραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">waste through folly</span>, <span class="quote greek">τὰ πατρῷα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0410.tlg001:239" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0410.tlg001:239/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antiph.</span> 239 </a> .</div> </div><br><br>'}