Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
κατανάγκη
καταναγραφέω
κατανάθεμα
View word page
καταμωλωπίζω
καταμωλωπίζω,
A). cover with weals or stripes, Suid.


ShortDef

cover with weals

Debugging

Headword:
καταμωλωπίζω
Headword (normalized):
καταμωλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμωλωπιζω
IDX:
54574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμωλωπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover with weals</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">stripes</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}