Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
καταμώκησις
καταμωλύνομαι
καταμωλωπίζω
καταμωραίνω
καταμώσας
κατανᾶ
καταναγιγνώσκω
καταναγκάζω
κατανάγκασις
καταναγκαστικός
View word page
καταμώκημα
καταμώκ-ημα, ατος, τό, = sq., Hsch.
A). s.v. Χήνημα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμώκημα
Headword (normalized):
καταμώκημα
Headword (normalized/stripped):
καταμωκημα
IDX:
54571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμώκ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Χήνημα</span> .</div> </div><br><br>'}