καταμύσσω
κατ-ᾰμύσσω,
A). tear, scratch, κατὰ δὲ Χρόα καλὸν ἀ. ; 6.14 καλὸν ἄμυξε κάτα ῥέθος AP 7.218 (Antip. Sid.): c. acc. cogn., μεγάλας ἀμυχὰς κ. (anap.):— Med., 3.6 καταμύξατο Χεῖρα ἀραιήν she scratched her hand, ; 5.425 μέτωπον καὶ ῥῖνα καταμύσσονται ; 4.71 κὰδ δέ σ’ ἀμυξάμεναι AP 7.491 ( ):— Pass., καταμυχθεὶς τὴν κνήμην ὑπὸ κυνοσβάτου ap. . 2.70d