Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
καταμύω
καταμφιέννυμι
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκημα
View word page
καταμυθολογέω
καταμῡθολογέω,
A). amuse with fables, τινα Philostr. Her. 1.1 .


ShortDef

amuse with fables

Debugging

Headword:
καταμυθολογέω
Headword (normalized):
καταμυθολογέω
Headword (normalized/stripped):
καταμυθολογεω
IDX:
54561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμῡθολογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">amuse with fables</span>, <span class="itype greek">τινα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg004:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg004:1.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Her.</span> 1.1 </a>.</div> </div><br><br>'}