Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύω
View word page
κατάμουσον
κατάμουσον· κατάκρυψον, Hsch. (i.e. -μυσον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάμουσον
Headword (normalized):
κατάμουσον
Headword (normalized/stripped):
καταμουσον
IDX:
54556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμουσον·</span> <span class="foreign greek">κατάκρυψον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">-μυσον</span>).</div><br><br>'}