Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
κατάμυσις
καταμύσσω
View word page
καταμουσίζω
καταμουσίζω,
A). charm with song, Men.Rh. p.408S.


ShortDef

charm with song

Debugging

Headword:
καταμουσίζω
Headword (normalized):
καταμουσίζω
Headword (normalized/stripped):
καταμουσιζω
IDX:
54555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμουσίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">charm with song</span>, Men.Rh.<span class="bibl"> p.408S. </span> </div> </div><br><br>'}