Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
καταμυθολογέω
καταμυκτηρίζω
καταμύνω
View word page
καταμόσχευσις
καταμόσχ-ευσις, εως, ,
A). propagation by suckers, Gloss.


ShortDef

propagation by suckers

Debugging

Headword:
καταμόσχευσις
Headword (normalized):
καταμόσχευσις
Headword (normalized/stripped):
καταμοσχευσις
IDX:
54553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμόσχ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">propagation by suckers,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}