Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
καταμπέχω
καταμπυκόω
View word page
καταμονίη
καταμονίη, , = foreg., only found in poet. form καμμονίη (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμονίη
Headword (normalized):
καταμονίη
Headword (normalized/stripped):
καταμονιη
IDX:
54550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54551
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμονίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., only found in poet. form <span class="foreign greek">καμμονίη</span> (q.v.).</div><br><br>'}