Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
κατάμουσον
καταμουσόω
κατάμπελος
View word page
καταμόνας
καταμόνᾱς, Adv.
A). alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B. 111 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμόνας
Headword (normalized):
καταμόνας
Headword (normalized/stripped):
καταμονας
IDX:
54548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμόνᾱς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alone, apart</span>, better divisim <span class="foreign greek">κατὰ μόνας</span>, v. <span class="ref greek">μόνος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 111 </span>.</div> </div><br><br>'}