Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
View word page
κατάμοιχος
κατάμοιχ-ος, ,
A). adulterer, Vett.Val. 117.9 .


ShortDef

adulterer

Debugging

Headword:
κατάμοιχος
Headword (normalized):
κατάμοιχος
Headword (normalized/stripped):
καταμοιχος
IDX:
54545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμοιχ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adulterer</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:117:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:117.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 117.9 </a>.</div> </div><br><br>'}