Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
View word page
καταμοιχεύω
καταμοιχ-εύω,
A). seduce, PMasp. 4.17 (vi A. D.).


ShortDef

seduce

Debugging

Headword:
καταμοιχεύω
Headword (normalized):
καταμοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμοιχευω
IDX:
54544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμοιχ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">seduce,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 4.17 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}