Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
View word page
καταμνίω
καταμνίω,
A). = κατεσθίω , Phot.; cf. καταμιεῖ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμνίω
Headword (normalized):
καταμνίω
Headword (normalized/stripped):
καταμνιω
IDX:
54543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμνίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατεσθίω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">καταμιεῖ</span>.</div> </div><br><br>'}