Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
καταμονή
καταμονίη
καταμονομαχέω
View word page
κατάμιττα
κατάμιττα or κατὰ μίττα, perh.
A). = εὐτενῆ , of dressing stones, IG 22.1670.18 ; cf. foreg. and μίτος, μίττος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάμιττα
Headword (normalized):
κατάμιττα
Headword (normalized/stripped):
καταμιττα
IDX:
54541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμιττα</span> or <span class="orth greek">κατὰ μίττα</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐτενῆ</span> , of dressing stones, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1670.18 </span>; cf. foreg. and <span class="foreign greek">μίτος, μίττος</span>.</div> </div><br><br>'}