Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμόνας
View word page
καταμισθοδοτέω
καταμισθο-δοτέω,
A). corruptbyhighpay, D.H. 4.31 .


ShortDef

corruptbyhighpay

Debugging

Headword:
καταμισθοδοτέω
Headword (normalized):
καταμισθοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
καταμισθοδοτεω
IDX:
54538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμισθο-δοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corruptbyhighpay</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:4.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 4.31 </a>.</div> </div><br><br>'}