Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
View word page
κατάμιξις
κατάμιξις,
A). v. κατάμειξις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάμιξις
Headword (normalized):
κατάμιξις
Headword (normalized/stripped):
καταμιξις
IDX:
54536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάμιξις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατάμειξις</span> .</div> </div><br><br>'}