Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
View word page
καταμιμνῄσκομαι
καταμιμνῄσκομαι,
A). = μιμνῄσκομαι , LXX 4 Ma. 13.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμιμνῄσκομαι
Headword (normalized):
καταμιμνῄσκομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμιμνησκομαι
IDX:
54535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμιμνῄσκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μιμνῄσκομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg026:13:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg026:13.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">4 Ma.</span> 13.12 </a>.</div> </div><br><br>'}