Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
καταμοιχεύω
View word page
καταμιμέομαι
καταμῑμέομαι,
A). burlesque, c. acc., D.H. 7.72 .


ShortDef

burlesque

Debugging

Headword:
καταμιμέομαι
Headword (normalized):
καταμιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμιμεομαι
IDX:
54534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμῑμέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burlesque</span>, c. acc., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:7:72" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:7.72/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 7.72 </a>.</div> </div><br><br>'}