Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
καταμνίω
View word page
καταμιεῖ
καταμιεῖ·
καταπίνει, κατεσθίει· μιεῖν γὰρ τὸ ἐσθίειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταμιεῖ
Headword (normalized):
καταμιεῖ
Headword (normalized/stripped):
καταμιει
IDX:
54533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54534
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμιεῖ·</span> <span class="foreign greek">καταπίνει, κατεσθίει· μιεῖν γὰρ τὸ ἐσθίειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}