Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
καταμνημονεύω
View word page
καταμίγνυμι
καταμίγνυμι
, later spelling of
καταμείγνυμι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταμίγνυμι
Headword (normalized):
καταμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταμιγνυμι
IDX:
54532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54533
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμίγνυμι</span>, later spelling of <span class="foreign greek">καταμείγνυμι</span>.</div><br><br>'}