Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηρίζω
καταμήσας
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμίγας
καταμίγνυμι
καταμιεῖ
καταμιμέομαι
καταμιμνῄσκομαι
κατάμιξις
καταμίσγω
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
κατάμιττα
View word page
καταμίγας
καταμίγας,
A). f.l. for κατὰ μόνας , Gal. 18(2).774 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμίγας
Headword (normalized):
καταμίγας
Headword (normalized/stripped):
καταμιγας
IDX:
54531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταμίγας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">κατὰ μόνας</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).774 </span>.</div> </div><br><br>'}